παρακλητικά

παρακλητικά
παρακλητικός
stimulating
neut nom/voc/acc pl
παρακλητικά̱ , παρακλητικός
stimulating
fem nom/voc/acc dual
παρακλητικά̱ , παρακλητικός
stimulating
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρακλητικάς — παρακλητικά̱ς , παρακλητικός stimulating fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαιτώ — (AM ἐξαιτῶ, έω) μέσ. ἐξαιτοῡμαι ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾱσιν ἡμῑν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.) αρχ. 1. ζητώ ή απαιτώ κάτι 2. ζητώ σε γάμο 3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια… …   Dictionary of Greek

  • ικετικός — ή, ό (ΑΜ ἱκετικός, ή, όν) [ικέτης] ικετευτικός. επίρρ... ικετικώς (ΑΜ ἱκετικῶς) ικετευτικά, παρακλητικά …   Dictionary of Greek

  • προσδέω — (I) ΜΑ δένω κοντά ή δένω σε κάτι («κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δέω «δένω»]. (II) Α 1. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη κάποιου ακόμη (α. «λύπης τι προσδεῑς ἢ φιλεῑς οὕτω φάος;», Ευρ. β. «εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν… …   Dictionary of Greek

  • συνεξαιτώ — έω, Α ζητώ κάτι συγχρόνως ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαιτῶ «ζητώ παρακλητικά κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • ВОЛЯ — [греч. θέλημα, θέλησις; лат. voluntas, velle], сила, неотъемлемо присущая природе разумного существа, благодаря к рой оно стремится достигнуть желаемого. В Свящ. Писании понятие В. имело следующие основные смыслы: В. Божия, выражающаяся в… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН КАРПАФИЙСКИЙ — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Καρπάθιος], автор 2 сотниц глав, 1 я из которых включена в «Добротолюбие». Составители греч. сборника удержали вслед за рядом рукописей эпитет «преподобный» (ὅσιος) при имени И. К. Вселенский Патриархат 20 авг. 1983 г. причислил …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”