παρακλητικάς — παρακλητικά̱ς , παρακλητικός stimulating fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαιτώ — (AM ἐξαιτῶ, έω) μέσ. ἐξαιτοῡμαι ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾱσιν ἡμῑν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.) αρχ. 1. ζητώ ή απαιτώ κάτι 2. ζητώ σε γάμο 3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια… … Dictionary of Greek
ικετικός — ή, ό (ΑΜ ἱκετικός, ή, όν) [ικέτης] ικετευτικός. επίρρ... ικετικώς (ΑΜ ἱκετικῶς) ικετευτικά, παρακλητικά … Dictionary of Greek
προσδέω — (I) ΜΑ δένω κοντά ή δένω σε κάτι («κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δέω «δένω»]. (II) Α 1. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη κάποιου ακόμη (α. «λύπης τι προσδεῑς ἢ φιλεῑς οὕτω φάος;», Ευρ. β. «εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν… … Dictionary of Greek
συνεξαιτώ — έω, Α ζητώ κάτι συγχρόνως ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαιτῶ «ζητώ παρακλητικά κάτι»] … Dictionary of Greek
ВОЛЯ — [греч. θέλημα, θέλησις; лат. voluntas, velle], сила, неотъемлемо присущая природе разумного существа, благодаря к рой оно стремится достигнуть желаемого. В Свящ. Писании понятие В. имело следующие основные смыслы: В. Божия, выражающаяся в… … Православная энциклопедия
ИОАНН КАРПАФИЙСКИЙ — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Καρπάθιος], автор 2 сотниц глав, 1 я из которых включена в «Добротолюбие». Составители греч. сборника удержали вслед за рядом рукописей эпитет «преподобный» (ὅσιος) при имени И. К. Вселенский Патриархат 20 авг. 1983 г. причислил … Православная энциклопедия